Νόμος για την ενδοοικογενειακή βία: θεσμοποιώντας την ανοχή

Της Ντίνας Τζουβάλα
Εξετάζοντας τα βασικά σημεία του νόμου, και ειδκά τις διατάξεις που αφορούν την ποινική διαμεσολάβηση, γίνεται φανερό πως προτεραιότητα του νόμου του 2006 δεν ήταν η προστασία του θύματος και η τιμωρία του δράστη, αλλά η διατήρηση της ενότητας της (βίαιης) οικογένειας
Το 2006, και μετά από αρκετά αρνητικά σχόλια της Επιτροπής για την Eξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών, το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε τον πρώτος νόμος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ο οποίος βρίσκεται ακόμα σε ισχύ. Καθώς το φαινόμενο παίρνει, μέσα στην κρίση, ακόμα πιο ανησυχητικές διαστάσεις από αυτές που είχε πριν (και που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες), έχει κάποια αξία να δούμε τι ορίζει το νομικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία.
Αν και με μια πρώτη ματιά ο νόμος 350/06 ήρθε να ικανοποιήσει ένα πάγιο αίτημα του φεμινιστικού κινήματος, η υποδοχή του από τις φεμινιστικές και «δικαιωματικές» οργανώσεις υπήρξε από επιφυλακτική ως ανοικτά επικριτική. Είναι δε ενδεικτικό ότι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε επί της αρχής μόνο από τη ΝΔ: ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ υπερψήφισαν αρκετά άρθρα, αλλά καταψήφισαν το νομοσχέδιο επί της αρχής, κυρίως λόγω των διατάξεων για τη διαμεσολάβηση.

Χαρακτικό της Λυν Γουόρντ, από το λεύκωμα «Τραγούδι χωρίς λέξεις», 1936

Σε ό,τι ακολουθεί, και μένοντας στα βασικότερα σημεία του νόμου, θα προσπαθήσω να δείξω γιατί, παρά τα όποια θετικά κομίζει, η εισαγωγή του στην ελληνική έννομη τάξη όχι μόνο δεν σημαίνει την ενίσχυση της προστασίας των γυναικών, αλλά συνιστά οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα μέχρι το 2006 ισχύοντα.
1. Ο ορισμός της οικογένειας
Το ενδιαφέρον στοιχείο του ορισμού της οικογένειας στο νόμο του 2006 είναι ότι, πολύ πριν ψηφιστεί το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, ο νομοθέτης εξομοίωσε την ελεύθερη ένωση με το γάμο, τουλάχιστον ως προς την εφαρμογή του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία. Αυτή η ρύθμιση ήταν απόλυτα λογική: οι στενές βιοτικές, συναισθηματικές και οικονομικές σχέσεις, που προσδίδουν στη βία εντός της οικογένειας ιδιαίτερο χαρακτήρα και απαξία, ώστε να χρήζουν διαφορετικής –αυστηρότερης– αντιμετώπισης, συντρέχουν στο ακέραιο και στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης.
Η επέκταση της προστασίας του νόμου, ωστόσο, αφορά ρητά μόνο ετερόφυλα ζευγάρια. Αποκλείονται, δηλαδή, με το γράμμα του νόμου τα ζευγάρια ομοφύλων. Η ακριβής διατύπωση στο σχετικό κείμενο έχει ενδιαφέρον, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι οι σχετικές με το γάμο διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν προβαίνουν σε κάποια σχετική διευκρίνιση, και η απαίτηση για ύπαρξη ετερόφυλου ζεύγους γίνεται δεκτή από τη θεωρία και τη νομολογία χωρίς να προκύπτει από το γράμμα του νόμου. Κατά πάσα πιθανότητα, η ένταση του αιτήματος για θεσμοποίηση των σχέσεων ομοφύλων «υποχρέωσε» το νομοθέτη να είναι τόσο ακριβής, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η διάταξη να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για τη θεσμική αναγνώριση των σχέσεων μεταξύ ομοφύλων[1].
2. Ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου
Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά για τη ελληνική έννομή τάξη ο βιασμός εντός γάμου δεν υφίστατο καν μέχρι το 2006. Λιγότερο ή περισσότερο ευθέως (ανάλογα με το πόσο ήθελε κανείς να τηρήσει τα προσχήματα), η ρύθμιση αυτή δικαιολογούνταν από το υποτιθέμενο «συζυγικό καθήκον» της γυναίκας να είναι ανά πάσα στιγμή σεξουαλικά διαθέσιμη για το σύζυγό της. Επειδή όμως η πουριτανική δημιουργικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης είναι αξιοθαύμαστη, οι εκτός της «κατά φύση συνουσίας» ασελγείς πράξεις στοιχειοθετούσαν ποινικά αδικήματα και πριν το 2006. Κοινώς, η ελληνική δικαιοσύνη θεωρούσε πως μπορούσες μεν να εξαναγκάσεις τη γυναίκα σου να κάνει σεξ μαζί σου, αρκεί να μην έχεις παράξενα γούστα.
Εν τέλει, το άρθρο 8 του νόμου 3500/06 υπήγαγε και τον ενδοσυζυγικό βιασμό στη ρύθμιση του άρθρου 336 του ΠΚ, απαλείφοντας τον όρο «εξώγαμη» (συνουσία), που ως τότε απαιτούνταν για να στοιχειοθετηθεί το εν λόγω αδίκημα. Είχε προηγηθεί το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 2/2/2006 με το οποίο, εκτός των άλλων, τα κράτη-μέλη της ΕΕ παροτρύνθηκαν «να αναγνωρίσουν ως έγκλημα τη σεξουαλική βία στα πλαίσια του γάμου και να προβούν στην ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου».
Ο σοσιαλιστής βουλευτής Σωκράτης Κοσμίδης είχε ενοχληθεί από τη ρύθμιση και έσπευσε να καταθέσει την ενόχλησή του:
«Επισημαίνω ότι ο βιασμός εντός γάμου δεν πρέπει να εξομοιώνεται με το βιασμό εκτός γάμου, όσον αφορά την ποινική μεταχείριση. Βέβαια ο δικαστής είναι τελικά που προβαίνει στην επιμέτρηση της ποινής. Ωστόσο θεωρώ ότι άλλο βάρος έχει ο βιασμός πίσω από τις κουρτίνες της οικογενειακής στέγης και άλλο ο βιασμός που διαπράττει ένας ανισόρροπος αλήτης σ ένα ανύποπτο κοριτσάκι που παίζει στο πάρκο»[2].
3. Αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων της ενδοοικογενειακής βίας
Μετά το 2006, η ενδοοικογενειακή βία δεν ανήκει στην κατηγορία πράξεων που για να διωχθούν απαιτείται υποχρεωτικά έγκληση της παθούσας. Θεωρήθηκε δηλαδή –και σωστά– ότι η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας και της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης και αξιοπρέπειας της γυναίκας δεν νοείται να υποχωρούν –τουλάχιστον εδώ– στο όνομα της ιδιωτικότητας και του σεβασμού της οικογένειας, όπου κατά τα άλλα ή έννομή μας τάξη δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας διεμήνυε τα ακόλουθα: «Πέραν αυτού, ελπίζουμε ότι ο θεσμός αυτός της ποινικής διαμεσολάβησης θα λειτουργήσει στην πράξη και ως αντίβαρο στο αυτεπάγγελτο της δίωξης των πλημμελημάτων της ενδοοικογενειακής βίας» [3].
Παρέκβαση: η ενδοοικογενειακή βία μπροστά στο παράδοξο του Διαφωτισμού
Στο σημείο αυτό διαπιστώνει κανείς τη συνάντηση -και σύγκρουση- δύο αντιφατικών πτυχών της νεωτερικότητας:
Στη μία πλευρά βρίσκεται ο αυστηρός διαχωρισμός δημοσίου–ιδιωτικού, διαχωρισμός που έχει και έμφυλο χαρακτήρα, καθώς ο δημόσιος χώρος ταυτίζεται με τους άνδρες, ενώ ο ιδιωτικός με τις γυναίκες.
«Η πιο ολοκληρωμένη έκφραση μιας τέτοιας διαίρεσης κατά τη Γαλλική Επανάσταση», σημειώνει η Ελένη Βαρίκα, «είναι η διάκριση μεταξύ γυναικείας και δημοκρατικής αρετής». Στο πλαίσιο αυτό, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις δεν υπόκεινται στις αρχές του Διαφωτισμού. Ανατρέχοντας στους κλασικούς του κοινωνικού συμβολαίου, τους Χομπς [5], Λοκ [6] και Ρουσσώ, εντοπίζουμε το συλλογισμό που θεμελιώνει αυτή τη διαφοροποίηση – και τις συνέπειές της. Υπογράφοντας το πρωταρχικό κοινωνικό συμβόλαιο, οι άνθρωποι βγαίνουν από τη φυσική κατάσταση και δημιουργούν την πολιτική κοινωνία, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η δημόσια σφαίρα· εκεί το άτομο δραστηριοποιείται ποικιλοτρόπως, κινείται ελεύθερα, έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας και άλλα. Η δημόσια σφαίρα συμπληρώνεται από την ιδιωτική, που είναι θεμελιωμένη στη φύση· εκεί δεν ισχύει τίποτα από όσα συντρέχουν στο δημόσιο χώρο. Και εκεί ανήκουν ως εκ της φύσης τους οι γυναίκες, οι οποίες δεν συμμετείχαν στο πρωταρχικό κοινωνικό συμβόλαιο. Κατά συνέπεια, οι ίδιες πράξεις που όταν τελούνται στο δημόσιο χώρο θεωρούνται εγκληματικές, στον ιδιωτικό χώρο συνιστούν αποδεκτή και θεμιτή έκφανση της φυσικής εξουσίας του πατέρα πάνω στα παιδιά και τη γυναίκα του. Ακόμα δε και όταν τιμωρούνται, δεν νοείται να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται η βία ανάμεσα σε δύο ελεύθερα και ίσα υποκείμενα που «συναντιούνται» στο δημόσιο χώρο της πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά, οι οικουμενικές διακηρύξεις του Διαφωτισμού οδηγούν στις «ανεκπλήρωτες υποσχέσεις χειραφέτησης της νεωτερικότητας» [7] – με άλλη διατύπωση: ο ιδιωτικός χώρος «διαβρώνεται», αναγκαστικά, από τις αξίες και τις κανονιστικές αρχές του δημοσίου χώρου. Από τη στιγμή δε που οι γυναίκες βγαίνουν από την ιδιωτική σφαίρα για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, υπόκεινται στις αξίες, τις ρυθμίσεις και τις επιταγές τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής σφαίρας: από τη μία είναι φορείς δικαιωμάτων, ίσες με τους άνδρες και ελεύθερες, ενώ από την άλλη υπόκεινται στη συχνά απεριόριστη ανδρική εξουσία εντός του οίκου. Πρόκειται για μια κατάσταση που, προσφυώς, έχει χαρακτηριστεί ως «ιδεολογική σχιζοφρένεια» [8], από αυτήν ωστόσο προκύπτει το αίτημα εφαρμογής των αρχών της δημόσιας σφαίρας και στην ιδιωτική.
Το ζήτημα, λοιπόν, αν η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να εξαιρείται από το αυτεπάγγελτο της δίωξης ως ιδιωτική βία κατά των γυναικών, αποτελεί αντανάκλαση στο επίπεδο της ποινικής δικονομίας της παραπάνω αντίφασης.
4. Η απουσία του παράγοντα «φύλο»
Δύο ήταν τα σημεία του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία όπου επικεντρώθηκε η κριτική των διαφωνούντων. Το πρώτο αφορά τη θεσμοθέτηση της ποινικής διαμεσολάβησης – θα το δούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Το δεύτερο ήταν το γεγονός πως, ούτε στο κείμενο του νόμου, ούτε καν στην αιτιολογική έκθεση δεν αποτυπώνεται το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας (98% περίπου) είναι γυναίκες.
Το ζήτημα που προκύπτει από την προκλητική απουσία της έμφυλης διάστασης της βίας μέσα στην οικογένεια δεν είναι πρωτίστως γνωσιολογικό. Η ανάδειξη της διάστασης αυτής ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να εντοπιστούν οι αιτίες της και, τελικά, η θεσμική της αντιμετώπιση να γίνει αποτελεσματικότερη. Αξίζει λοιπόν να δούμε την προσέγγιση της εισηγήτριας της –τότε- κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας:
«Είναι ανώφελο σήμερα να ασχοληθούμε με το πού οφείλεται αυτό το γεγονός: σε ψυχολογικούς παράγοντες, σε κοινωνικές αντιλήψεις, στη μειονεκτική θέση της γυναίκας. Δεν νομίζω ότι είναι αυτό το θέμα μας σήμερα εδώ. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς θα αντιμετωπίσουμε και πώς θα καταπολεμήσουμε αυτό το φαινόμενο» [9].
Είναι πραγματικά άξιο απορίας πώς μπορεί να καταπολεμηθεί ένα φαινόμενο, αν πρώτα δεν προσδιοριστεί σαφώς – χωρίς, δηλαδή, μια διαδικασία που να εντοπίζει τους παράγοντες, δομικούς και άλλους, που το προκαλούν. Εύλογα, λοιπόν, το σημείο αυτό προκάλεσε την αντίδραση σειράς οργανώσεων και φορέων που, κατά τα άλλα, εκκινούν από διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά τα δικαιώματα και το φεμινισμό. Το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας σημείωνε:
«Μία σύγχρονη νομοθεσία θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι η βία στην οικογένεια είναι έμφυλη, διότι στρέφεται πρωτίστως κατά των γυναικών και σχετίζεται με την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας και τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των δυο φύλων, διαιωνίζοντας διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και αναπαράγοντας στερεότυπα. Αντιθέτως, κατά τη σύνταξη του εν λόγω νομοσχεδίου δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψιν τα πορίσματα πολύχρονων και εις βάθος επιστημονικών ερευνών για το φαινόμενο, ούτε όσα αναφέρουν τα διεθνή πρότυπα που παρατίθενται στην Εισαγωγή» [10].
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ιός της Ελευθεροτυπίας μιλούσε για «βία χωρίς όνομα»:
«Το προτεινόμενο νομοσχέδιο όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα το οποίο έρχεται να επιλύσει, αλλά αρνείται ακόμη και να το κατονομάσει. Στην πραγματικότητα, βρίσκεται πιο πίσω ακόμη και από το (ήδη προβληματικό) πόρισμα που επεξεργάστηκε η ομάδα εργασίας του υπουργείου Εσωτερικών. Η βία εις βάρος των γυναικών δεν γίνεται αντιληπτή ως κοινωνικό πρόβλημα, αντιθέτως, διαχέεται μέσα σε ένα αδιαφοροποίητο σύνολο βίαιων συμπεριφορών που σημειώνονται στο εσωτερικό της οικογένειας. Στη λογική αυτή, τα (ενήλικα) μέλη της οικογένειας ενδέχεται να εναλλάσσονται στον ρόλο εκείνου που κακοποιεί και εκείνου που κακοποιείται» [11].
5. Ποινική διαμεσολάβηση
Οι διατάξεις του νόμου που αφορούν την ποινική διαμεσολάβηση στα πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όσο και από σειρά οργανώσεων. Και δικαίως. Η ρύθμιση προβλέπει πως, αν θύμα και θύτης συναινέσουν, η υπόθεση αρχειοθετείται· αν μάλιστα περάσουν τρία χρόνια χωρίς να επαναληφθεί κακοποίηση, η ποινική αξίωση της Πολιτείας εξαλείφεται διά παντός.
Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση έγινε απολύτως σαφές πως προτεραιότητα του νόμου δεν ήταν η προστασία του θύματος και η τιμωρία του δράστη, αλλά η διατήρηση της ενότητας της (βίαιης) οικογένειας. Άλλωστε, τόσο η εισηγητική έκθεση του νόμου όσο και οι τοποθετήσεις της τότε πλειοψηφίας καθιστούσαν εξαρχής σαφές πως δεν έχουν σκοπό να παρέμβουν στα εσωτερικά ζητήματα της οικογένειας (αλίμονο…) ούτε να αλλάξουν τις παραδοσιακές αξίες (sic) της ελληνικής κοινωνίας.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν για την κατασκευή και την απόσπαση της συναίνεσης της γυναίκας σε μια τέτοια διαδικασία στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ήταν και παραμένει (προφανώς με διαφορετικούς τροπισμούς και σε διαφορετικό βαθμό) πατριαρχική. Αντί ανάλυσης, αρκεί να παραθέσουμε τη δήλωση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Αναστάση Παπαληγούρα:
«Κατά τη διαμόρφωση του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης λήφθηκε πρόνοια να μην επωφελείται απ΄ αυτήν την διαδικασία κανένα από τα δύο μέρη- να είναι “ουδέτερη”. Βεβαίως, είναι δυνατόν όπως ειπώθηκε από τον κ. Βενιζέλο, να ασκούνται πιέσεις στο θύμα προκειμένου να δεχθεί τη διαμεσολάβηση. Αλλά γιατί αυτό είναι κατ΄ ανάγκη κακό; [12] (η υπογράμμιση δική μου)».
Η λογική, λοιπόν, ότι η συναίνεση της γυναίκας μπορεί και πρέπει (;!) να αποσπάται με άσκηση πίεσης δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο, που ίσως προκύψει σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Δεν πρόκειται για μια παραμόρφωση του γράμματος και του πνεύματος της ρύθμισης. Η άσκηση πίεσης από τον περίγυρο είναι μια παράμετρος που έχει ενσωματωθεί εξ αρχής στο νόμο ως συνθήκη υπό την οποία θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του.
***
Είναι εμφανές ότι, με το νόμο του 2006, θεσμοποιήθηκε η συνήθης πρακτική των εκπροσώπων του κράτους (αστυνομία, εισαγγελείς, δικαστές) να αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και απροκάλυπτη επιθετικότητα τις γυναίκες που καταγγέλλουν κρούσματα κακοποίησης από το σύζυγο ή το σύντροφό τους. Με αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη ρύθμιση όχι απλά δεν είναι προωθητική, αλλά συνιστά πισωγύρισμα σε σχέση με τις ως τότε ισχύουσες ρυθμίσεις, καθώς θεσμοποιεί την άτυπη, μέχρι το 2006, ανοχή απέναντι στη βία. Παρά τα όσα λέγονται συχνά, διαπιστώνουμε πως το πρόβλημα (και εδώ…) δεν είναι ότι οι «καλοί νόμοι» δεν εφαρμόζονται. Το πρόβλημα είναι ότι οι ίδιες οι ρυθμίσεις είναι προβληματικές και, εν τέλει, μεροληπτικές κατά των κακοποιημένων γυναικών.
Προφανώς το ζήτημα του νομικού-θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών είναι αρκετά σύνθετο για να εξαντληθεί σε αυτό το κείμενο. Έχει μια σημασία να επισημάνουμε, όμως, ότι πριν ξεκινήσει η «επιχείρηση εθνικής σωτηρίας μας» από το χρέος, είχε αρχίσει να συζητείται η ψήφιση ενός νέου νόμου. Στη συζήτηση αυτή, εντούτοις, φάνηκε πως δεν υπήρχε βούληση για ριζική αλλαγή του πλαισίου. Φάνηκε, ειδικότερα, ότι το ΠΑΣΟΚ, παρόλο που είχε καταψηφίσει τις ρυθμίσεις για τη διαμεσολάβηση, είχε την πρόθεση να τις διατηρήσει και στο νέο νομοσχέδιο. Για άλλη μια φορά, οι «λογικές», «υπεύθυνες» και «μη-ακραίες φωνές» φάνηκε να επικρατούν. Είναι όμως σίγουρο πια πως όταν οι φωνές επικρατούν αυτές, δεν έχουμε τίποτα καλό να περιμένουμε.
_______________________
Σημειώσεις
[1] Aξίζει να σημειωθούν τα ομοφοβικά σχόλια των Κωνσταντίνου Τασούλα και Γιώργου Σούρλα (ΝΔ), με αφορμή το ζήτημα της επέκτασης των σχετικών ρυθμίσεων σε ομόφυλα ζευγάρια, και παρά τα ισχύοντα σε διεθνές επίπεδο. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα προλάβουμε να ζήσουμε τέτοιες ενώσεις και τέτοια ζευγάρια στην Ελλάδα», θα πει χαρακτηριστικά ο δεύτερος – εννοώντας, προφανώς, τη νομική αναγνώριση «τέτοιων» ζευγαριών, αφού ομόφυλα ζευγάρια υπάρχουν ανεξαρτήτως του τι ελπίζει ο καθένας.
[2] Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος ΙΑ’, Σύνοδος Γ’, Συνεδρίαση Δ.
[3] Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος ΙΑ’, Σύνοδος Γ’, 26 Σεπτεμβρίου 2006 (Ολομέλεια)
[4] Ελένη Βαρίκα (2005), «Επειδή λησμόνησε τις αρετές του φύλου της», στο: Με διαφορετικό πρόσωπο, Κατάρτι: Αθήνα
[5] Τόμας Χομπς (1989), «Η ύλη, η μορφή και η εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότηταςΛεβιάθαν, Γνώση: Αθήνα
[6] Τζων Λοκ (1990), Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, Γνώση: Αθήνα
[7]Ελένη Βαρίκα (2005), «Φεμινισμός, Νεωτερικότητα, μεταμοντερνισμός», στο: Με διαφορετικό πρόσωπο, Κατάρτι: Αθήνα
[8] Ηλίας Ιωακείμογλου (1984) «Κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας», Θέσεις, τ. 9, 1984
[9] Κρινιώ Κανελλοπούλου (ΝΔ) Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος ΙΑ’, Σύνοδος Γ’, 26 Σεπτεμβρίου 2006 (Ολομέλεια)
[10] Διεθνής Αμνηστία (ελληνικό τμήμα), Κριτική του σχεδίου νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας»
[11] «Βία χωρίς όνομα, Ιός της Ελευθεροτυπίας , 12/2/2006
[12] Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος ΙΑ’, Σύνοδος Γ’
Το κείμενο, που βασίζεται σε υλικό εκτεταμένης διπλωματικής εργασίας με θέμα τις διατάξεις περί ποινικής διαμεσολάβησης, δημοσιεύεται στο πλαίσιο του αφιερώματος του Red Notebook με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.

αναδημοσίευση  από  Red NoteBook

This entry was posted in αναδημοσιεύσεις and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

...